διαμιγνύω
English (LSJ)
v. διαμίγνυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -νυμι Gal.14.471
mezclar τοὺς ... νόμους ἐν ἔπεσι Plu.2.1132e, αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην Gal.l.c., ἕκαστον δὲ τῶν εἰρημένων ἀλεύρων Gal.13.584, cf. 14.423, 489, en v. pas. διαμιχθέντα δὲ ταῦτα Them.Or.22.270d, cf. Gal.14.426.
French (Bailly abrégé)
entremêler.
Étymologie: cf. διαμίγνυμι.