ἀασιφροσύνη
English (LSJ)
ἀασί-φρων, v. ἀεσι-.
Spanish (DGE)
v. ἀεσιφροσύνη.
German (Pape)
[Seite 1] = ἀεσιφροσύνη, s. Buttmann Lexil. 1, 224 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀασιφροσύνη: ἀασίφρων, παρὰ τοῖς γραμμ. ἀντὶ ἀεσιφρ.
ἀασί-φρων, v. ἀεσι-.
v. ἀεσιφροσύνη.
[Seite 1] = ἀεσιφροσύνη, s. Buttmann Lexil. 1, 224 f.
ἀασιφροσύνη: ἀασίφρων, παρὰ τοῖς γραμμ. ἀντὶ ἀεσιφρ.