ἁγνιστής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
οῦ, ὁ, purifier, Gloss.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ purificador, Gloss.2.216.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ καθαρίζων, ὡς τὸ ἁγνίτης, Γλωσσ.