ἐνράσσω
English (LSJ)
dash against. ταῖς πύλαις J.AJ5.8.10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνρήσσω Apollod.Poliorc.141.2
1 tr. estrellar κριοὶ ἐπὶ τὸν βωμὸν ... τὰ κέρατα ἐνράξαντες Paus.4.13.1, οἱ τιμωροὶ ἄγγελοι ... τὰ τέκνα αὐτῶν ἐνράξουσιν Eus.Is.13.16.
2 intr. chocar con c. dat. συμβήσεται ... τῷ ἐμβόλῳ ἐνρήσσοντα ἐφ' ἑκάτερα ἄγεσθαι Apollod.l.c., ἐνράσσει ταῖς πύλαις de Sansón, I.AI 5.305.
German (Pape)
[Seite 851] hineinschlagen, -reißen, ταῖς πύλαις αὐταῖς Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνράσσω: ὁρμητικῶς ἐφορμῶ, μετὰ δοτ., Σαμψὼν δὲ... ἀναστὰς ἐνράσσει ταῖς πύλαις, αὐταῖς τε φλιαῖς καὶ μοχλοῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 10, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει.