ἐπαίτια

From LSJ
Revision as of 18:14, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτια: τά, = προστιμήματα, πρόσθετος ποινὴ ἐπιβαλλομένη ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου, Σόλων παρὰ Πολυδ. Η΄, 22, Δημ. 735. 5· πρβλ. προστιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαίτια: τά наказания по суду Dem.