Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
subs.
P. αὐτόμολος, ὁ, P. and V. δραπετής, ὁ (Plat., Men. 97E). Be a runaway, v.: P. δραπετεύειν. Runaway slave: P. δοῦλος ἀφεστώς.