(=μάχομαι γιά τή ζωή μέχρι τήν τελευταία στιγμή). Ἀπό τό ψυχή (τοῦ ψύχω) + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψύχω.