κροκοδιλοειδής
English (LSJ)
ές, in the form of a crocodile, PMag. Leid.V.3.15 (κορκ- Pap.).
Spanish
Greek Monolingual
κροκοδιλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στη μορφή ή στο σχήμα με κροκόδειλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + -ειδής].
Léxico de magia
-ές graf. κορκοδειλ- que tiene forma de cocodrilo de la divinidad καθέζῃ γὰρ κορκοδειλοειδής pues te sientas con forma de cocodrilo P XII 88