κροκοδιλοειδής

Revision as of 15:33, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ές, in the form of a crocodile, PMag. Leid.V.3.15 (κορκ- Pap.).

Spanish

que tiene forma de cocodrilo

Greek Monolingual

κροκοδιλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στη μορφή ή στο σχήμα με κροκόδειλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + -ειδής].

Léxico de magia

-ές graf. κορκοδειλ- que tiene forma de cocodrilo de la divinidad καθέζῃ γὰρ κορκοδειλοειδής pues te sientas con forma de cocodrilo P XII 88