strenuously
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. and V. προθύμως, σπουδῇ, σφόδρα, P. σπουδαίως, ἐντόνως, συντόνως.
Strongly: P. ἰσχυρῶς.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
adv.
P. and V. προθύμως, σπουδῇ, σφόδρα, P. σπουδαίως, ἐντόνως, συντόνως.
Strongly: P. ἰσχυρῶς.