Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
subs.
P. ποικιλία, ἡ.
Change: P. and V. μεταβολή, ἡ; see change.
Kind, sort: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, V. ἰδέα, ἡ.