v. χαλκεῖον.
ion. et épq. c. χαλκεῖον.
τὸ, Αιων. τ. βλ. χαλκείο.
χαλκήϊον: χαλκήϊος, βλ. χαλκεῖον, χάλκειος.
τό, ion. statt χαλκεῖον.