Thessaly
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English > Greek (Woodhouse)
Θεσσαλία, ἡ.
A Thessalian: Θεσσαλός, ὁ. Fem. Θεσσαλίς, -ίδος, ἡ.
Thessalian, adj.: Θεσσαλικός, V. Θεσσαλός. Fem. adj., Θεσσαλίς, -ίδος.