προσωποειδής: -ές, ὁ, ὅμοιος πρὸς πρόσωπον ἢ πρὸς ἄνθρωπον, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 70, 20.
-ές, Μαυτός που μοιάζει με πρόσωπο, με άνθρωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο(ν) + -ειδής].
ές, wie ein Gesicht gestaltet, Tzetz. exeg. Il. p. 70.