περίεργον
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Russian (Dvoretsky)
περίεργον: τό
1 чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);
2 pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
περίεργον: τό
1 чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);
2 pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).