κορυβαντώδης

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ες, Corybant-like, frantic, Luc. JTr. 30.

Greek Monolingual

κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.