μάκιστος
English (LSJ)
Doric for μήκιστος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μήκιστος.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
μάκιστος: (ᾱ) дор. Soph. = μήκιστος.
Greek (Liddell-Scott)
μάκιστος: Δωρ. ἀντὶ μήκιστος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάκιστος· πορρώτατος. ὄφελος ἔχοντα».
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μάκιστος: Δωρ. αντί μήκιστος.