συντεκνόω
English (LSJ)
A breed, ζῷα Ar.Th.15. II produce or rear children with another, Stud.Pont.38 (Phazimonitis), 85 (ibid.), 159 (Amasia).
Greek (Liddell-Scott)
συντεκνόω: ἀνατρέφω, ζῷα Ἀριστοφ. Θεσμ. 15. ΙΙ. γεννῶ ἢ ἀνατρέφω τέκνα μετά τινος ἄλλου, συντεκνοποιῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4180.
German (Pape)
= συντεκνοποιέω, Ar. Thesm. 15.
Russian (Dvoretsky)
συντεκνόω: одновременно порождать, производить на свет (ζῷα Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντεκνόω [σύντεκνος] samen voortbrengen. Aristoph. Th. 15.