προχώννυμι

Revision as of 12:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 800] (s. χώννυμι), davor aufschütten, Plut. de exil. 9 von einem Flusse, der Schlamm an seiner Mündung ansetzt, u. A.

French (Bailly abrégé)

barrer en avant par des alluvions.
Étymologie: πρό, χώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

προχώννῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -χώσω, πρκμ. -κέχωκα· ― σχηματίζω διὰ προχώσεων πρότερον, τὰς νήσους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ΙΙ. διὰ καθιζήματος γεμίζω τι, θάλατταν Ἀριστείδ. 1, σ. 21. Πρβλ. προχόω.

Russian (Dvoretsky)

προχώννῡμι: образовывать посредством наносов, наносить (τὰς νήσους Arst.).