ἄψοφος

Revision as of 17:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

ον, = ἀφόφητος, S.Tr.967 (lyr.), E.Tr.887, Com.Adesp.1310, Arist.de An.420a7. Adv. -φως and -φέως EM183.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no hace ruido, silencioso βαρεῖαν ἄψοφον φέρει βάσιν S.Tr.967, ἴχνος Call.Ap.12, Del.302, Nonn.D.13.10, ἄ. κέλευθος E.Tr.887, Plot.4.4.45, Procl.in Ti.1.398.18, An.Ox.3.411, θεὸς δ' ἰχνεύουσα δι' ὕδατος ἄψοφον ἀκτήν Nonn.D.41.106, αὐτὸς ... ἄψοφον ὁ ἀήρ Arist.de An.420a7, ἀπὸ τῆς ἀψόφου ... ἐκπνοῆς Gal.4.478, ὑδάτων δὲ χύσις ἄ. στάτω Synes.Hymn.2.42
fig. de abstr. θεωρία ἄ. Plot.3.8.4
de la boca callada ἄψοφον ἔχειν στόμα Trag.Adesp.336a, Com.Adesp.1310.
2 adv. -ως jón. -έως sin ruido, silenciosamente Plot.4.3.4, EM 377, 523, An.Ox.1.374.

German (Pape)

[Seite 421] dasselbe, στόμα ἔχειν B. A. p. 9; κέλευθος Eur. Troad. 887; Soph. Trach. 968.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: , ψόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἄψοφος: Soph., Eur., Plut. = ἀψύφητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, Ἱππ. 344. 51, Σοφ. Τρ. 967, Εὐρ. Τρῳ. 887. Ἐπίρρ. -φως Γρηγ. Ναζ.: -φέως Ἐτυμ. Μ. 183, 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄψοφος, -ον) ψόφος
ο αψόφητος.

Greek Monotonic

ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, σε Σοφ., Ευρ.

English (Woodhouse)

noiseless