ἱκνούμενος
French (Bailly abrégé)
η, ον :
convenable.
Étymologie: v. ἱκνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱκνούμενος: атт. = ἰκνεύμενος.
English (Woodhouse)
(see also: ἱκνέομαι) proportionate
η, ον :
convenable.
Étymologie: v. ἱκνέομαι.
ἱκνούμενος: атт. = ἰκνεύμενος.
(see also: ἱκνέομαι) proportionate