μυώνας
Greek Monolingual
ο (Α μυών)
το μέρος του σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος του σώματος (α. «όλοι οι μυώνες του προσώπου του ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ.
β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος ὀρθὸς ἀνέστη», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς «μυς του σώματος» + κατάλ. -ών, κατάλ. διαφόρων μελών του σώματος (πρβλ. βουβών, σιαγών)].