χρειαζούμενος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. χρήσιμος, αναγκαίος
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμενα
α) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα»)
β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρειάζομαι + κατάλ. -ούμενος, κατά τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. γραμματιζούμενος, πετούμενος)].