σπειροδρακοντόζωνος
English (LSJ)
ον, girt with coils of snakes, An.Ox.3.182.
Greek (Liddell-Scott)
σπειροδρᾰκοντόζωνος: -ον, ὁ ἐζωσμένος μὲ σπείρας δράκοντος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 182.
Greek Monolingual
-ον, Α
ζωσμένος με σπείρες δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + δράκων, -οντος + ζώνη (πρβλ. πυρι-δρακοντό-ζωνος)].