ἐκπίεσμα

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is squeezed out, juice, Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551.
II false form for ἐμπίεσμα (q.v.), Gal.19.432, 14.782.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 prensada τὸ δ' αὐτὸ ποίει καὶ ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἐκπιέσματος καὶ τοῦ τρίτου en la elaboración de un perfume, Dsc.1.52.4
compresión, Cyran.1.23.10.
2 machacadura τὰ ἐκπιέσματα τῆς σταφυλῆς orujo, hollejo de la uva una vez exprimida, Ath.56d, τῶν βοτρύων Phryn.385, cf. Hsch.σ 1737
jugo δαφνίδων ἐ. μετ' ὄξους Archig. en Gal.12.551.
3 medic. aplastamiento, fractura de un hueso de la cabeza que hace presión sobre las meninges, Gal.19.432, cf. 14.782.

German (Pape)

[Seite 772] τό, bei Hesych. auch ἐκπίασμα, das Ausgedrückte, Ausgepreßte, Ath. II, 56 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπίεσμα: τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων ἐκπίεσμα Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον μετὰ τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20.

Greek Monolingual

ἐκπίεσμα, το (AM)
το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση.