ἀνεοστασίη
English (LSJ)
ἡ, = ἐνεοστασίη, Hsch.
Spanish (DGE)
θάμβος Hsch.
German (Pape)
[Seite 224] ἡ, Hesych., auch ἀνεοστασία geschrieben, staunendes Verstummen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεοστᾰσίη: ἡ, = ἐνεοστασίη, «θάμβος», Ἡσύχ., ἴδε Ρουγκ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 212