ἡ, = μοχθηρία, Hsch.
-ας, ἡ infortunio, desgracia Hsch., Gloss.2.21.
[Seite 688] ἡ, das Unglück, Hesych.
δυστηνία: ἡ, ἀθλιότης, Ἡσύχ.