v. κλύω.
κλῦτε imperat. aor. 2 plur. van κλύω.
κλῦτε: imper. pl. aor. 2 к κλύω.
κλῦτε: ἴδε ἐν λέξ. κλύω.
κλῦτε: βʹ πληθ. προστ. αορ. βʹ του κλύω.