ἐνδαψιλεύομαι
English (LSJ)
A to be liberal in, Hld.8.14.
II ὀλίγης πρὸς τὸ πέρας [τῶν ξυνθηκῶν] αὐτῷ ἐνδαψιλευομένης παραδρομῆς ήμερῶν when the lapse of a few days was all that it would have cost to complete the agreement, Men.Prot.p.102 D.
Spanish (DGE)
I tr. dar en abundancia κτήνεσι νομήν Hld.8.14.3, διαρκῆ οὖρον Eust.1535.66.
II intr.
1 en cont. de lengua ser abundante en, abundar en c. dat. ταῖς λοιδορίαις Gr.Nyss.Eun.1.88, cf. Pss.49.21, ταῖς ἀρνητικαῖς ... φωναῖς Gr.Nyss.Eun.3.8.36, τῇ ποιήσει Eust.1382.23.
2 ref. al tiempo prolongarse, extenderse ὀλίγης πρὸς τὸ πέρας ... ἐνδαψιλευομένης παραδρομῆς ἡμερῶν Men.Prot.23.1.35, cf. Oecum.Apoc.12.277, καιρός Eust.348.5.
German (Pape)
[Seite 831] freigebig sein, reichlich spenden, bei Etwas, Hel. 8, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδαψῐλεύομαι: δαψιλεύομαι, παρέχω ἀφειδῶς, πόαν καὶ χιλὸν ἄφθονον ἐνδαψιλεύσασθαι κτήνεσι νομὴν Ἡλιόδ. 8. 14.