εἰσακτέον

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A one must bring into court (cf. εἰσάγω II.3), ἀδίκημα Ar. V.840; τινάς X.Eq.Mag.1.10.
II one must introduce, in speaking, Hermog.Id.2.9; in argument, S.E.M.6.36.

Spanish (DGE)

1 hay que llevar ante los tribunales τοῦτ' ... ἀδίκημα τῷ πατρὶ εἰ. μοι esta causa tengo que llevarla ante el tribunal de mi padre Ar.V.840, εἰς ... τὸ δικαστήριον τούτους εἰ. εἶναι X.Eq.Mag.1.10.
2 hay que introducir un tema en la conversación, Hermog.Id.2.9.
3 hay que inferir τό κατ' αὐτὴν χρειῶδες de la música, S.E.M.6.36.

Russian (Dvoretsky)

εἰσακτέον: adj. verb. к εἰσάγω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὸ δικαστήριον (ἴδε εἰσάγω ΙΙ. 3), Ἀριστοφ. Σφ. 840, Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 10.

Greek Monotonic

εἰσακτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. εἰσάγω II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.