τεχνίτευμα

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A a work of art, art, Aristeas 78, Max.Tyr.34.3.
II the theatrical profession (cf. τεχνίτης ΙΙ), OGI 51.11 (Ptolemais, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1103] τό, künstliche Arbeit, Kunstwerk, Max. Tyr.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνίτευμα: [ῑ], τό, τέχνημα, τέχνασμα, οὐ πιστεύω τῷ τεχνιτεύματι Μάξ. Τύρ. 34. 3.

Greek Monolingual

τὸ, Α τεχνιτεύω
1. τέχνασμα
2. το θεατρικό επάγγελμα.