ἐναλίσκομαι
English (LSJ)
to be convicted in, ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.
Greek Monolingual
ἐναλίσκομαι (Α)
καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής.
to be convicted in, ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.
ἐναλίσκομαι (Α)
καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής.