καθήλωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, nailing on, ἀσθενὴς [τῶν ἥλων] γίνεται ἡ κ. Hero Bel.95.6, cf. Sm., Thd.Ez.7.23, PLond.3.1177.239(ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, das Annageln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθήλωσις: -εως, ἡ, κάρφωμα ἐπί τινος ἢ εἴς τι, Σύμμαχ. εἰς Ἰεζεκ. Ζ΄ 23, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 15, ἐν τέλ.