τρῦμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = τρύμη, hole, Sch.Ar.Nu.447.
II τρύμα, = πόνος, Theognost.Can.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρῦμα: τό, (τρύω) = τρύμη, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = πόνος, Θεογνώστ. Καν. 24. 22.
Greek Monolingual
το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».
German (Pape)
τό, = τρύμη, das Loch (?).