σωρότερος
English (LSJ)
ὁ, large cup, PLond.1821.360; also fem., σωροτέρην ἀτάνυς σον ἐμοὶ παλάμῃφιν ἑάων Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 14 (dub.).
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. σωροτέρη, Α
πλατύ αγγεῖο, πιθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος συνδέεται με τη λ. σωρός και εμφανίζει πιθ. την κατάλ. του συγκριτικού βαθμού -τερος].