κλαδευτής
English (LSJ)
κλαδευτοῦ, ὁ, pruner Glossaria -εύω, prune vines, Artem.1.51, Gp.3.14, Epigr.in Rev.Phil.19.178; condemned by Phryn.149.
Greek (Liddell-Scott)
κλαδευτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α κλαδευτής) κλαδεύω
αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια.