ἐκπαταγέω
English (LSJ)
deafen, τὰ ὦτα Them. Or.21.253c: but aor. I ἐξεπατάγησαν· ἐξεφώνησαν, Hsch.
Spanish (DGE)
atronar ἐκπαταγεῖ ἡμῖν τὰ ὦτα Them.Or.21.253c, cf. ἐξεπατάγησαν· ἐξεφώνησαν Hsch.
German (Pape)
[Seite 771] überlärmen, -toben, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπᾰτᾰγέω: σφοδρῶς παταγῶ, θορυβῶ, ἐκπαταγεῖ ἡμῶν τὰ ὦτα, «μᾶς ξεκωφαίνει», Θεμίστ. σ. 253C.