ὑπομόχθηρος
English (LSJ)
ὑπομόχθηρον, baddish, rather hard, Com.Adesp.476; ἔριον Philostr.Im.2.28; of a word, Poll.2.109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu méchant.
Étymologie: ὑπό, μοχθηρός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομόχθηρος: -ον, ἀρκούντως μοχθηρός, τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, ἄλλο μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «ὑπομόχθηρος, ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» Πολυδ. Β΄, 109.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομόχθηρος: плоховатый, неважный Luc.