τετραούγκιον
English (LSJ)
= triens (i.e. coin offour unciae, Cod.Just.6.4.4.16, al., Glossaria; cf. τετρούγκιον.
Greek Monolingual
και τετραούγγιον και τετρούγκιον, τὸ, ΜΑ
1. το ένα τριτημόριο
2. νόμισμα τεσσάρων ουγγιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + οὐγγία / οὐγκία].