ὑπεραναίσχυντος
English (LSJ)
ὑπεραναίσχυντον, exceedingly impudent, D.43.65. Adv. ὑπεραναισχύτως Phld.Rh.1.227S.
German (Pape)
[Seite 1190] überaus unverschämt, Dem. 43, 65.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une impudence qui passe les bornes.
Étymologie: ὑπέρ, ἀναίσχυντος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραναίσχυντος: сверхбесстыдный Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραναίσχυντος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν ἀναιδής, Δημ. 1071. 27·
Greek Monolingual
-ον, Α
τελείως αδιάντροπος.
Greek Monotonic
ὑπεραναίσχυντος: -ον, υπερβολικά αναιδής, σε Δημ.