λοιγολαμπής
English (LSJ)
λοιγολαμπές, balefully gleaming, cj. for λογο- in Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.1.173.7.
Greek Monolingual
λοιγολαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιγός (I) + -λαμπής (< λάμπω)].
λοιγολαμπές, balefully gleaming, cj. for λογο- in Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.1.173.7.
λοιγολαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιγός (I) + -λαμπής (< λάμπω)].