ὑπεροπλήεις
English (LSJ)
ὑπεροπλήεσσα, ὑπεροπλήεν, Ep. for ὑπέροπλος, A.R.2.4, in Sup. ὑπεροπληέστατος.
German (Pape)
[Seite 1199] ήεσσα, ῆεν, ep. statt ὑπέροπλος, Ap. Rh. 2, 4, im superl. ὑπεροπληέστατος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπλήεις: εσσα, εν Ἐπικ. ἀντὶ ὑπέροπλος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 4, ἐν τῷ ὑπερθ., ὑπεροπληέστατος.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) ὑπέροπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. του ὑπέροπλος, κατά τα επίθ. σε -εις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. πολεμήεις. Το επίθ. απαντά μόνο στον τ. του υπερθ. βαθμού ὑπεροπληέστατος].