ἑτεροτράχηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with neck turned to one side, of Alexander, Tz.H.11 No.368 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον ἑτροκλινῆ, δηλ. κλίνοντα πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Τζέτζ. Ἐπιστ. 69, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτεροτράχηλος, -ον)
αυτός που ο τράχηλός του κλίνει προς το ένα μέρος του σώματος (για τον Μέγα Αλέξανδρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + τράχηλος.