ἐντροπηματικός
English (LSJ)
ἐντροπηματική, ἐντροπηματικόν, Glossaria on δεινός, Apollon.Lex.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
respetable de pers., glos. a δεινός Apollon.Lex.936.
ἐντροπηματική, ἐντροπηματικόν, Glossaria on δεινός, Apollon.Lex.
-ή, -όν
respetable de pers., glos. a δεινός Apollon.Lex.936.