πικρόκαρπος

Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πικρόκαρπον, bearing bitter fruit, ἀνδροκτασία ib.693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits amers.
Étymologie: πικρός, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόκαρπος -ον [πικρός, καρπός] met bittere vrucht.

Russian (Dvoretsky)

πικρόκαρπος: приносящий горькие плоды, имеющий горькие последствия (ἀνδροκτασία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πικρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει πικρούς καρπούς.

Greek Monotonic

πικρόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πικρό-καρπος, ον,
bearing bitter fruit, Aesch.