-ίδος, ἡ, pecul. fem. of ἱκετήριος, Orph.H.3.13,34.27.
[Seite 1248] ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, φωνή Orph. H. 27, öfter.
ἱκετηρίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἱκετήριος, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 13., 33. 27.
ἱκετηρίς, ἡ (Α)βλ. ικετήριος.