ἀκκιστικός

Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀκκιστική, ἀκκιστικόν, disposed to be coy, Eust.1727.28.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dado a la gazmoñería Eust.1727.28.

German (Pape)

[Seite 73] zur Verstellung geneigt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκιστικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.

Greek Monolingual

ἀκκιστικός, -ή, -όν (Μ) ἀκκίζομαι
αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι.