βραχυδάκτυλος
English (LSJ)
βραχυδάκτυλον, short-fingered, Polem.Phgn.86.
Spanish (DGE)
-ον de dedos cortos Polem.Phgn.86.
German (Pape)
[Seite 462] kurzfingerig, Polemo.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠδάκτυλος: -ον, ἔχων βραχεῖς δακτύλους, Πολέμ. Φυσιογν. 2, 27.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βραχυδάκτυλος, -ον)
αυτός που παρουσιάζει βραχυδακτυλία.