ἱπποκενταύρειος

Revision as of 12:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, of a centaur, S.E.M.9.125.

German (Pape)

[Seite 1260] die folgdn betreffend, πράγματα Sext. Emp. adv. phys. 1, 125.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκενταύρειος: гиппокентаврский (πράγματα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κένταυρον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 125.

Greek Monolingual

ἱπποκενταύρειος, -α, -ον (Α) ιπποκένταυρος
αυτός που ανήκει στον ιπποκένταυρο.