δημοφιλής
English (LSJ)
δημοφιλές, = φιλόδημος, Sch.Ar.Pl.550.
Spanish (DGE)
-ές amigo del pueblo de Trasibulo, Sch.Ar.Pl.550D.
Greek Monolingual
-ές (AM δημοφιλής, -ές)
αυτός που έχει την αγάπη του λαού, που αγαπιέται από τον λαό
αρχ.
αυτός που αγαπά το λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -φιλής, σιγμόληκτο σύνθετο από το ρ. φιλείν κατά το σχήμα αλγείν: -αλγής (< άλγος, το) και φιλείν: -φιλής (χωρίς να υπάρχει φίλος, το)].