κομιστή, κομιστόν, brought, J.AJ17.4.1.
κομιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κομίσῃ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 4, 1.
κομιστός, -ή, -όν (Α) κομίζωαυτός που μεταφέρθηκε.